συγκολλώ — συγκολλῶ, άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [κολλῶ] συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους αρχ. 1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ… … Dictionary of Greek
συγκολλώ — συγκολλώ, συγκόλλησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκολλώ — συγκόλλησα, συγκολλήθηκα, συγκολλημένος, συνδέω δύο πράγματα με κόλλα ή με άλλο τρόπο: Ο οξυγονοκολλητής συγκόλλησε τα δύο μέταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
συγκόλλημα — το /συγκόλλημα, ΝΑ [συγκολλῶ] το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τού ίδιου αντικειμένου, συγκόλληση νεοελλ. (μεταλλ.) εύτηκτη τέφρα η οποία επικολλάται στη σχάρα τών εστιών ή σκωρία που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… … Dictionary of Greek
ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
διακολλώ — διακολῶ ( άω) (Α) 1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα 2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη … Dictionary of Greek
εγκεντρίζω — (AM ἐγκεντρίζω) 1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ 3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω μσν. προσαρμόζω, συγκολλώ αρχ. συγκεντρώνω … Dictionary of Greek